- συλλιπάση
- η, Νσυνένζυμο τής λιπάσης στο παγκρεατικό υγρό.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. γαλλ. colipase < co-, το οποίο αποδόθηκε στην ελλ. με το συν-*, + lipase (πρβλ. λιπάση)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω … Dictionary of Greek